κατηφῆ

κατηφῆ
κατηφής
with downcast eyes
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κατηφής
with downcast eyes
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κατηφής
with downcast eyes
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στυγνοποιός — όν, Α αυτός που κάνει κάποιον κατηφή ή μελαγχολικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • συγκατηφής — ές, Α [κατηφής] αυτός που έχει από κοινού με άλλους κατηφή όψη …   Dictionary of Greek

  • σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”